- λουλουδιάζω
- λουλουδιάζω, λουλούδιασα, λουλουδιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λουλουδίζω — και λουλουδιάζω (Μ λουλουδίζω και λουλουδιάζω) 1. βγάζω λουλούδια, ανθίζω, θάλλω 2. γίνομαι όμορφος σαν το λουλούδι νεοελλ. 1. βρίσκομαι σε ανθηρή κατάσταση, ακμάζω 2. κάνω κάτι να ανθήσει, συντελώ στην άνθηση … Dictionary of Greek
αλουλούδιαστος — η, ο [λουλουδιάζω] ο αλουλούδιστος … Dictionary of Greek
ανθοβολώ — ( άω) (Α ἀνθοβολῶ, έω) 1. ραίνω, στολίζω με άνθη 2. βγάζω λουλούδια, ανθίζω νεοελλ. 1. είμαι σε ανθοφορία, λουλουδιάζω 2. ρίχνω τα λουλούδια μου, ανθορροώ … Dictionary of Greek
λουλουδίζω — και λουλουδιάζω λουλούδι(α)σα, λουλουδι(α)σμένος 1. ανθίζω: Την άνοιξη λουλουδιάζει ο τόπος. 2. μτφ., ακμάζω: Η χώρα λουλούδιζε πριν τον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)